- περιστενάζω
- Α1. στενάζω γύρω από κάποιον ή από κάτι2. μέσ. περιστενάζομαιστενάζω, θρηνώ τα βάσανά μου («ἁπάσης οἰκουμένης περιθρηνουμένης και περιστεναζομένοις», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστενάχω — και περιστενάχομαι Α περιστενάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στενάχω «αναστενάζω»] … Dictionary of Greek
περιστεναζομένης — περιστενάζομαι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) περιστενάζω lament round pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)